- μειλιχόγηρυς
- μειλῐχό-γηρυς, υ,A soft-voiced,
γλῶσσα Tyrt.12.8
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γλῶσσα Tyrt.12.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μειλιχόγηρυς — μειλιχόγηρυς, υ (Α) αυτός που μιλάει ήρεμα, γλυκά, ευχάριστα ή καθησυχαστικά, γλυκομίλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος + γῆρυς «φωνή, λόγος» (πρβλ. βροτό γηρυς, ποικιλό γηρυς)] … Dictionary of Greek
μειλιχόγηρυν — μειλιχόγηρυς soft voiced fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μείλιχος — και αιολ. τ. μέλλιχος, ον (Α) 1. πράος, ήπιος, γλυκός, μειλίχιος (α. «πᾱσιν γὰρ ἐπίστατο μείλιχος εἶναι ζωὸς ἐών», Ομ. Ιλ. β. «ἔκ δ ἄρα δεσποίνης οὐ μείλιχον ἔστιν ἀκοῡσαι οὔτ ἔπος οὔτε τι ἔργον», Ομ. Οδ.) 2. επίθετο τής Λητούς, τού Ύπνου και τής … Dictionary of Greek